- ἁδονά
- ᾱδονά1 pleasure θέλγητρ' ἁδονᾶς fr. 278 = fr. 223.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁδονᾷ — ἁ̱δονᾷ , ἡδονή enjoyment fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδονά — ἁ̱δονά̱ , ἡδονή enjoyment fem nom/voc/acc dual (doric) ἁ̱δονά̱ , ἡδονή enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek